ὀλιγοχρόνιος

ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρόνιος, ον (Hdt. et al.; Polyb. 2, 35, 6; Epict. in Stob. p. 463, 1 Sch.; oft. Vett. Val., s. index; Wsd 9:5; Philo) of short duration, short-lived ἡ ἐπιδημία ἡ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ τῆς σαρκὸς ταύτης μικρά ἐστιν καὶ ὀλ. 2 Cl 5:5. τὰ ἐνθάδε (w. μικρά and φθαρτά) 6:6.—DELG s.v. ὀλίγο.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγοχρόνιος — of short duration masc nom sg ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγοχρόνιος — ολιγοχρόνιος, α, ο και ολιγόχρονος, η, ο και λιγόχρονος, η, ο αυτός που διαρκεί ή που ζει λίγο χρόνο, βραχύβιος, λιγοζώητος (αντίθ. μακροχρόνιος, α, ο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολιγοχρόνιος — α, ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, ον, θηλ. και ία) [ολιγόχρονος] αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ. β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοχρονιώτερον — ὀλιγοχρόνιος of short duration adverbial comp ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc comp sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc comp sg ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc comp sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονιωτέρων — ὀλιγοχρόνιος of short duration fem gen comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut gen comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration fem gen comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονιώτατον — ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc superl sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc superl sg ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc superl sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονίως — ὀλιγοχρόνιος of short duration adverbial ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc pl (doric) ὀλιγοχρόνιος of short duration adverbial ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρόνιον — ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc sg ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/fem acc sg ὀλιγοχρόνιος of short duration neut nom/voc/acc sg ὀλιγοχρονέω take a short time to rise imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονίων — ὀλιγοχρόνιος of short duration fem gen pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut gen pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/fem/neut gen pl ὀλιγοχρονέω take a short time to rise pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονιωτέροις — ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut dat comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρονιωτέρους — ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc comp pl ὀλιγοχρόνιος of short duration masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”